- μονάχουσα
- μονάχουσα (ΑΜ, Μ και μοναχούσα, ή)μοναχή, καλόγρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός κατά τα θηλ. σε -ούσα (πρβλ. λεχ-ούσα). Ο τ. μονάχουσα με αναβιβασμένο τον τόνο κατά τον τονισμό τού επιθ. μονάχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.